- πρωτόκλιτος
- -η, -ο / πρωτόκλιτος, -ον, ΝΜνεοελλ.γραμμ. α) αυτός που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίσηβ) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρωτόκλιτατα ονόματα τα οποία, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο κατηγοριοποίησης τής κλίσης τών ονομάτων, κυρίως τής αρχαίας Ελληνικής αλλά και τής Καθαρεύουσας, αποτελούν την κατηγορία τών λεγόμενων θεματικών σε -α και, συγκεκριμένα θηλυκά ουσιαστικά που λήγουν σε -α, -η και αρσενικά σε -ας, -ης, λ.χ. πολιτεία, τιμή και νεανίας, ποιητήςμσν.αυτός που κατέχει την πρώτη τιμητική θέση σε ένα δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κλιτός (< κλίνω), πρβλ. ετερό-κλιτος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.